-
1 théodolithe
-
2 theodolithe
Беларуска (лацінка)-рускі слоўнік і слоўнік беларускай кірыліцы > theodolithe
-
3 теодолит
м. геод. -
4 тэадаліт
lat. theodolithe
См. также в других словарях:
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek